- κήρινος
- κήρινοςwaxenmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
κηρίνων — κήρινος waxen fem gen pl κήρινος waxen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρινον — κήρινος waxen masc acc sg κήρινος waxen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίνη — κήρινος waxen fem nom/voc sg (attic epic ionic) κηρίνη plaster fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίνην — κήρινος waxen fem acc sg (attic epic ionic) κηρίνη plaster fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίνοις — κήρινος waxen masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίνου — κήρινος waxen masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίνους — κήρινος waxen masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίνῃ — κήρινος waxen fem dat sg (attic epic ionic) κηρίνη plaster fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίνῳ — κήρινος waxen masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)